- αποβύζι
- τό1) ягнёнок (отнятый от матки); 2) см. απογέννημα 2
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποβύζι — το 1. το μόλις απογαλακτισμένο, αποσπασμένο από τον μαστό νεογνό ανθρώπου ή ζώου 2. στερνοπαίδι, στερνοπούλι … Dictionary of Greek